- αυίαχος
- αὐΐαχος, -ον (Α)1. θορυβώδης, πολυτάραχος, αυτός που φωνάζει μαζί με άλλους, ομαδικά2. άφωνος, αθόρυβος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. < *α-Fί-Fαχος < α- (αθροιστικό επιτατικό για τη σημ. 1) ή α(στερ. για τη σημ. 2) + *FίFαχή > ιαχή].
Dictionary of Greek. 2013.